φλιη
Смотреть что такое "φλιη" в других словарях:
φλιῇ — φλῑῇ , φλιά doorposts fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φλίη — Φλίης masc voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλιά — η, ΝΑ, και φλειά Α κατώφλι αρχ. 1. παραστάδα πόρτας 2. παραστάδα ονίσκου («φλιαί, τὰ ἐκατέρωθεν τοῡ βάθρου ὄρθια ξύλα, ἐν οἷς οἱ ἄξονες περιέχονται», Ερωτιαν.) 3. ανώφλι 4. (κατά τον Ησύχ.) «φλιή, πρόθυρον». [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ … Dictionary of Greek